συνεταιριστικός

συνεταιριστικός
η , ό[ν] кооперативный, коллективный;

συνεταιριστική ιδιοκτησία — коллективная собственность


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συνεταιριστικός" в других словарях:

  • συνεταιριστικός — ή, ό Ν [συνεταιρίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνεταιρισμό («συνεταιριστικές οργανώσεις») 2. φρ. «συνεταιριστική ιδιοκτησία» (νομ.) ιδιοκτησία που ανήκει σε συλλογικούς ιδιοκτήτες τού τύπου κολλεκτίβας και παραγωγικού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»